– Λεμφοίδημα –
Ως λεμφοίδημα ορίζεται η παθολογική κατάσταση κατά την οποία υπάρχει συσσώρευση υγρού υψηλής περιεκτικότητας σε πρωτεΐνες στο μεσοκυττάριο χώρο των ιστών λόγω ανεπάρκειας ή αδυναμίας του λεμφικού συστήματος για περισυλλογή, μεταφορά και προώθηση του λεμφικού υγρού στο αιμοφόρο αγγειακό σύστημα. Το λεμφοίδημα είναι μία συχνή πάθηση (περίπου 100 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως ανά έτος). Η συχνότητα της πάθησης και οι δυσκολίες της θεραπευτικής αντιμετώπισης καθιστά το λεμφοίδημα μία σημαντική και ταυτόχρονα δύσκολη νοσολογική οντότητα.
Αιτιολογικά, το λεμφοίδημα διακρίνεται σε πρωτοπαθές και δευτεροπαθές. Το πρωτοπαθές (ιδιοπαθές) περιλαμβάνει τα λεμφοιδήματα, που προέρχονται λόγω συγγενών ανωμαλιών κυρίως απλασίας ή υποπλασίας των λεμφαγγείων. Το δευτεροπαθές λεμφοίδημα είναι πολύ πιο συνηθισμένο. Προκαλείται τις περισσότερες φορές από επίκτητη καταστροφή των λεμφαγγείων είτε από λοιμώξεις (ερισυπέλας, κυτταρίτιδα, φιλαρίαση) είτε μετατραυματικά (χειρουργική λεμφαδενεκτομή, ακτινοθεραπεία).
Κλινικά, η νόσος χαρακτηρίζεται από ένα αρχικά ανώδυνο, βραδέως εξελισσόμενο οίδημα άκρου με διαφορά της περιμέτρου του πάσχοντος σκέλους σε σχέση με το φυσιολογικό. Η διαφορά της περιμέτρου είναι άνευ διαγνωστικής αξίας σε ασθενείς με αμφοτερόπλευρο λεμφοίδημα, που συχνότερα απαντάται σε ασθενείς με πρωτοπαθές οίδημα. Άλλα συμπτώματα, που εμφανίζονται αργότερα είναι δερματικές αλλοιώσεις. Ανάλογα με την συμπτωματολογία διακρίνουμε τέσσερα κλινικά στάδια ή βαθμούς βαρύτητας. Στο 1ο στάδιο, το οίδημα περιορίζεται στα σφυρά-πόδα με διαφορά περιμέτρου < 4 cm (ήπιο λεμφοίδημα), ενώ στο 2ο στάδιο περιγράφεται οίδημα άκρου με διαφορά περιμέτρου >4 cm (μέτριο λεμφοίδημα). Το 3ο στάδιο χαρακτηρίζεται από την ταυτόχρονη ύπαρξη δερματικών βλαβών (βαρύ ή μαζικό λεμφοίδημα). Το στάδιο 4 αντιστοιχεί με το στάδιο της ελεφαντίασης (γιγαντιαίο λεμφοίδημα).
Η διάγνωση είναι κατά βάση κλινική. Για λόγους καθαρά διαφορικής διάγνωσης διενεργούνται γενικές εργαστηριακές εξετάσεις με έλεγχο της καρδιακής, ηπατικής και νεφρικής λειτουργίας. Το έγχρωμo υπερηχογράφημα triplex είναι απαραίτητο για τον αποκλεισμό φλεβικής συμμετοχής στο οίδημα. Η αξονική ή μαγνητική τομογραφία ενδείκνυνται για την διάγνωση παθολογικών ευρημάτων στη πύελο και στη κοιλιακή χώρα. Η λεμφαγγειογραφία είτε με σκιαστικό είτε με ραδιοϊσότοπα προβλέπεται για ειδικές περιπτώσεις. Σε προχωρημένα στάδια η απεικονιστικά υποβοηθούμενη βιοψία μπορεί να ενδείκνυται για την διενέργεια κυτταρολογικής εκτίμησης.
Η θεραπεία του λεμφοιδήματος είναι στις περισσότερες φορές συντηρητική (αποφυγή τραυματισμών του δέρματος, αντιβίωση, έλεγχο του οιδήματος). Ο έλεγχος επιτυγχάνεται με ανύψωση του μέλους και εφαρμογή ελαστικού επιδέσμου ή κάλτσας (εικόνα 1). Περαιτέρω μέτρα, που είναι σημαντικά, είναι η χορήγηση διουρητικών, η απώλεια βάρους σε παχύσαρκους, η άσκηση των άκρων, συσκευές διαλείπουσας ελαστικής συμπίεσης των άκρων. Η χειρουργική θεραπεία εφαρμόζεται σε πολύ λίγες ειδικές περιπτώσεις. H θεραπεία σε ειδικά λεμφολογικά κέντρα μπορεί να βελτιώσει σημαντικά τα αποτελέσματα της θεραπείας.
(Εικόνα 1. Για να ανακουφιστούν συμπτωματικά, οι ασθενείς με φλεβική ανεπάρκεια ή λεμφοίδημα αντιμετωπίζονται με ελαστικές κάλτσες διαβαθμισμένης συμπίεσης).